25 Φεβ 2011

Καινὴ Διαθήκη καὶ Μετενσάρκωση

                                                                                                     Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δρ. θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ

α) Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλπίδα
Ἂν πάρουμε σὰν βάση, πὼς ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα ἀξιολογεῖται ἀρνητικά, πρέπει νὰ ἀπορρίψουμε ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν πὼς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ ἕνωση στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ σωτηρία γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα· σωτηρία, ὄχι πτώση!
Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸ θάνατο, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐκμηδένισης τοῦ σώματος ἢ τῆς "ἀπελευθέρωσης", ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀνάστασης τοῦ σώματος. Ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τελικοῦ χωρισμοῦ ἢ τῆς "ἀπαλλαγῆς" ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας τοῦ σώματος.
Ἡ δική μας ἐλπίδα εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐπανένωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, σὲ κατάσταση ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας. Ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη μὲ τὸ ἄφθαρτο σῶμα Του καὶ τὸ ὁδήγησε μέχρι τὸ ὕψος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔδειξε καὶ σὲ μᾶς πὼς ἡ πορεία μας δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὴν οὐράνια δόξα.
Ὁ Χριστὸς βεβαίωσε: "Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ" (Ἰωάν. ἴα' 25). Ἂν ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ περιελάμβανε τὴ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ ὁ Χριστὸς νὰ πεῖ αὐτὸ τὸ λόγο. Ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ J. Aagard, θὰ ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ...
αἰώνιος Ἐαυτὸς καὶ ἡ τελικὴ ἀπελευθέρωση»! (Areopagus3/1989, σ. 23).
Ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ θεμέλιό της πίστης μας, καὶ ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀγνοήσει αὐτό. Σ' αὐτὴ στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ προσμονὴ τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἀνάσταση· ὄχι ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ σώματος καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ψυχῆς στὴν "ἄμορφη Οὐσία". Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ταυτίζει τὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀφθαρσία τοῦ σώματος:
«Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (Ἃ' Κόρ. ἴε' 17). Στόχος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ "ἔσχατου ἐχθροῦ", τοῦ θανάτου, δηλαδὴ ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων (Ἃ' Κόρ. ἴε' 26). «Εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. Μὴ πλανάσθε...»! (Ἃ' Κόρ. 22-23).
Ἡ ἐλπίδα τοῦ χριστιανοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο· ἡ σωτηρία τοῦ ταυτίζεται μὲ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ (Ἃ' Τίμ. γ' 16). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος διασαφηνίζει:
«Ἰδοὺ μυστήριον ὑμὶν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμω, ἐν ριπὴ ὀφθαλμοῦ, ἐν τὴ ἐσχάτη σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἠμεῖς ἀλλαγησόμεθα. Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ Λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νίκος· ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, Ἅδη, τὸ νίκος;» (Ἃ' Κόρ. ἴε' 51-55).
Τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἤσαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς, ἰδιαίτερα οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι κατανοοῦμε τὶς δυσκολίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν Ἀθήνα. Μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν τοῦ ὑπῆρχαν καὶ ἐπικούρειοι καὶ στωϊκοὶ φιλόσοφοι, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀκούσουν τί εἶχε νὰ πεῖ «ὁ σπερμολόγος οὗτος». Ὁ ἀπόστολος κατηγορήθηκε ὡς «ξένων δαιμονίων καταγγελεύς», ἐπειδὴ «τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς» (Πράξ. Ἰζ' 31-33).
Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴν ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου στὸν Ἄρειο Πάγο, ἡ ὁποία κατέληξε μὲ τὴ διακήρυξη τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν περιγράφεται μὲ τὰ λόγια: «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. Καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν» (Πράξ. Ἰζ' 31-33)
Ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση ἀποκλείει τὴ δοξασία τῆς μετενσάρκωσης· βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση. Ἡ "ἀλλαγή", ἡ εἴσοδός μας στὴ ζωὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας δὲν περνάει μέσα ἀπὸ διαδοχικὲς γεννήσεις καὶ θανάτους, ἀλλὰ συντελεῖται «σὲ μία στιγμή, σὲ μία ματιά, κατὰ τὴν τελευταία σάλπιγγα»! (Ἃ' Κόρ. ἴε' 51).
Γιὰ τὸν πιστὸ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ πραγματικότητα, γιατί στὴ θεία εὐχαριστία μετέχει αὐτοῦ του ἀνεστημένου καὶ ἄφθαρτου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Στὴ θεία εὐχαριστία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο. Ἂν ἀφαιρέσουμε αὐτὴ τὴν ἐλπίδα, ἂν τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ τὴν πίστη στὴν μετενσάρκωση, ἡ ὅλη λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας χάνει τὸ νόημά της.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βεβαιώνει. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμίν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἐαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τὴ ἐσχάτη ἡμέρα» (Ἰωάν. στ' 53-54). Φυσικὰ ὁ Χριστὸς δὲν μιλοῦσε ἐδῶ γιὰ νεκρὲς σάρκες, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἀναστημένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο Σῶμα Του, ποὺ ἦταν ἑνωμένο μὲ τὸ Πνεῦμα. «Τὸ πνεῦμα ἐστὶ τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμίν, πνεῦμα ἐστι καὶ ζωὴ ἐστίν», ὑπογραμμίζει ὁ Κύριος (Ἰω. στ' 63).
Δεῖτε τὴν συνέχεια στὴν ἰστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.