Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου

Τὸ ἁπλὸ ὅμως ἐρώτημα εἶναι: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθῆ ὅτι ἐπῆλθε συμφωνία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ὅταν οἱ λεγόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι δὲν παραδέχονται τὶς Οἰκουμενικὲς ἐκεῖνες Συνόδους (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄) ποῦ ὁριοθέτησαν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, δηλαδὴ στὸ δόγμα ποῦ ἀφορᾶ τὸν τρόπο ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό;
Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ παρουσιάσω μὲ ἁπλὸ –ὅσον εἶναι δυνατόν– καὶ σύντομο τρόπο μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα.
1. Ἡ θεωρία τοῦ Νεοχαλκηδονισμοῦ
Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει ταύτιση στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, καίτοι δὲν γίνονται ἀποδεκτὲς οἱ μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπὸ τοὺς Μονοφυσίτες, δείχνει ὅτι: ἢ οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀντελήφθησαν τὰ θέματα αὐτὰ ἢ ὅτι ἰσχύει ἡ παράδοξη θεωρία τῶν ξένων, ἀλλὰ καὶ μερικῶν δικῶν μᾶς θεολόγων, περὶ τοῦ νεοχαλκηδονισμοῦ, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει μία ἐξέλιξη στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σύμφωνα μὲ...
τὴν θεωρία αὐτὴ ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ στηρίχθηκε στὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας εἶναι μία μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος, ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ στηρίχθηκε στὸ Τόμο τοῦ Πάπα Λέοντος διόρθωσε τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἡ Ἐ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπανῆλθε στὶς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.Ἡ παραδοχὴ ὅμως μίας τέτοιας θεώρησης τῶν πραγμάτων ἀνατρέπει τὰ θεμέλια της Ἐκκλησίας καὶ ὑπονομεύει τὸ “πνεύμα” καὶ τὴν ὑποδομὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Παρουσιάζει δὲ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὡς στοχαζομένους καὶ ὄχι ὡς ἐνεργουμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν δική τους ἐν πνεύματι ἐμπειρία τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας. Οἱ Πατέρες ὅμως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐργάσθηκαν ἀλιευτικῶς (ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι) καὶ ὄχι ἀριστοτελικῶς (δηλαδὴ οἱ φιλόσοφοι) ἦταν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, “πάσχοντες τὰ θεία καὶ οὐ διανοούμενοι”.
Ἑπομένως, ἡ μὴ παραδοχὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Ἀντιχαλκηδονίους τῶν ἀποφάσεων τῶν Δ΄, Ε΄, καὶ ΣΤ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ ἡ θεωρία μερικῶν ὀρθοδόξων θεολόγων περὶ νεοχαλκηδονισμού, στὴν οὐσία ἔχουν κοινὸ παρονομαστὴ καὶ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μποροῦμε, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, νὰ κάνουμε λόγο γιὰ Ἀντιχαλκηδονίους ἢ Προχαλκηδονίους, ἀλλὰ γιὰ Μονοφυσίτας, ἀφοῦ οἱ ὀνομαζόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν ὅτι ναὶ μὲν ἡ ἕνωση στὸν Χριστὸ ἔγινε ἀπὸ δύο φύσεις, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἕνωση ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστό. Μερικοὶ λεγόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι ὑποστηρίζουν ὅτι καίτοι ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση, ἐν τούτοις ὅμως δὲν ἀναιρέθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄποψη εἶναι παράδοξη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη μία φύση στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση, “μὴ ἀναιρουμένης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως” καὶ πῶς ὑφίσταται αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση μόνη της, χωρὶς νὰ μὴ θεωρῆται αὐτὸ νεστοριανισμός, τὸν ὁποῖο οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι θέλουν νὰ πολεμοῦν; Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μὲ κάνει νὰ τοὺς ὀνομάζω Μονοφυσίτες καὶ ὄχι Ἀντιχαλκηδονίους ἢ Προχαλκηδονίους.
2. Οἱ βασικὲς Χριστολογικὲς διαφορὲς
Τὸ ὅτι ὅμως δὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι συμφώνησαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὸ Χριστολογικὸ δόγμα φαίνεται ἀπὸ τὴν διαφορὰ ἑρμηνείας σὲ μερικὲς χαρακτηριστικὲς χριστολογικὲς φράσεις, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν πυρήνα τῆς διαφορᾶς.
Στὰ ὅσα θὰ γράψω στὴν συνέχεια θὰ γίνη προσπάθεια νὰ παρουσιασθοῦν ἁπλοποιημένα –ὅσο μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὸ– τὰ σημεῖα αὐτά. Καὶ λέγω ὅσο μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό, γιατί τὰ δογματικὰ θέματα δὲν ἁπλοποιοῦνται πολύ.
α) “Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”
Ἡ πρώτη φράση στὴν ὁποία φαίνεται ἡ Χριστολογικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”.
Οἱ ὄροι φύση καὶ ὑπόσταση στὴν θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν ἐννοιολογικά, ἄλλωστε ὁ ὅρος φύση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πεφυκέναι καὶ ὁ ὅρος ὑπόσταση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑφεστάναι καὶ δηλώνει τὴν ὕπαρξη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως, τοὺς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ Πατέρες. Οἱ Καππαδόκες, ὅμως, Πατέρες διεχώρισαν τὴν φύση ἀπὸ τὴν ὑπόσταση καὶ ταύτισαν τὴν φύση μὲ τὴν οὐσία, καὶ τὴν ὑπόσταση μὲ τὸ πρόσωπο. Ἔτσι καθόρισαν τὴν ἔκφραση “δύο φύσεις, ἓν προσωπον” στὸν Χριστό.
Πολλοὶ θεολόγοι παρετήρησαν ὅτι σὲ κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἐναλλάσσονται οἱ ὄροι “φύσις” καὶ “ὑποστασις” καὶ ὅτι ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “φύσις” ἀντὶ τοῦ ὄρου “ὑποστασις” καὶ ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “ὑποστασις” ἀντὶ τοῦ ὄρου “φύσις”. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Θεοδώρητο γράφει: “Ἡ φύσις τοῦ Λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὃ ἐστιν αὐτὸς ὁ Λόγος”. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι συνδέεται ἡ φύση μὲ τὴν ὑπόσταση καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴν φράση “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”. Δὲν μιλοῦσε ὅμως ποτὲ γιὰ μία οὐσία σεσαρκωμένη. Ἑπομένως, ὅπως ὑποστηρίζεται, χρησιμοποιοῦσε τὴν φράση “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη” μὲ τὴν ἔννοια τῆς μίας ὑποστάσεως τοῦ Λόγου σεσαρκωμένης, ὅπως τὸ λέγει στὴν τρίτη ἐπιστολή του πρὸς Νεστόριο “ὑποστάσει μία τὴ τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίση τὴν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ ποὺ ὑποστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων καὶ ὅτι μία τέτοια ἕνωση ἀπετέλεσε τὸ ἕνα πρόσωπο τῆς οἰκονομίας. Ὅποτε μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖται καταχρηστικῶς ἡ ἐναλλαγὴ φύσεως καὶ ὑποστάσεως γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῆ ὁ Νεστοριανισμός. Ἄλλωστε ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε ὑπόσταση καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἀνυπόστατη οὔτε αὐθυπόστατη, ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου καὶ γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται καὶ ἐνυπόστατη.
Βέβαια, ἡ ἐναλλαγὴ αὐτὴ τῶν ὅρων φύσεως καὶ ὑποστάσεως ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο σὲ μερικὰ χωρία δὲν σημαίνει ὅτι ταυτίζει ἐννοιολογικά τους ὅρους φύση καὶ ὑπόσταση, ὅπως ἔκανε ὁ Σεβῆρος, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους “καταχρηστικώς”, χωρὶς νὰ ταυτίζη τὴν φύση μὲ τὴν ὑπόσταση ὡς ἔννοιες καὶ ὡς “πράγματα”, ἀλλὰ τὶς θεωροῦσε ὡς ὑπάρξεις. Μάλιστα ὑπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος Κύριλλος θεωροῦσε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φύση καὶ ἄλλο ἡ ὑπόσταση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν ἄλλα χωρία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ δύο φύσεις στὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν καθ' ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἄλλωστε αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ Πατέρες μελέτησαν τὰ “δώδεκα κεφάλαια” τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας σὲ σχέση μὲ τὸν Τόμο τοῦ Πάπα Λέοντος καὶ διεπίστωσαν τὴν συμφωνία μεταξὺ αὐτῶν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσωπικῶς καὶ Συνοδικῶς, ἑρμήνευσαν σωστὰ τὴν φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι δὲν διαπράττουμε σφάλμα μὲ τὸ νὰ λέμε μὲ αὐτὴν τὴν φράση ἀπόλυτα μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ προχωρεῖ γιὰ νὰ πῆ ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος μὲ τὴν φράση “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη” δὲν δήλωνε οὔτε μόνη τὴν ὑπόσταση, οὔτε τὸ κοινὸ τῶν ὑποστάσεων, “ἀλλὰ τὴν κοινὴν φύσιν ἐν τὴ τοῦ Λόγου ὑποστάσει ὁλικῶς θεωρουμένην”, δηλαδὴ τὴν κοινὴ φύση τῆς θεότητος τὴν ἐνθεωρουμένη στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Δηλαδή, δὲν παραμένει στὴν φράση “μία φύσις”, ἀλλὰ ἐπιμένει στὴν φράση “μία φύσις τοῦ Λόγου”, ποὺ δηλώνει τὴν ἐνυπόστατη οὐσία. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θεωρεῖ ὅτι μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ ἅγιος Κύριλλλος ὁμολογοῦσε περιφραστικῶς τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι μὲ τὴν λέξη “φύσις” ἐννοοῦσε τὴν θεία φύση καὶ μὲ τὴν λέξη “σεσαρκωμένη” ἐννοοῦσε τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ἑπομένως, ἡ φράση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου χρησιμοποιεῖται καὶ ἐναντίον τοῦ Νεστοριανισμοῦ, μὲ τὴν ἔννοια “μία φύσις - ὑπόστασις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη”, γιὰ νὰ ἀποκλεισθοῦν τὰ δύο πρόσωπα - ὑποστάσεις στὸν Χριστό, καὶ ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἑνώσεως τῆς κοινῆς φύσεως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, χωρὶς νὰ συμβῆ κράση ἢ σύγχυση ἢ φυρμὸς ἢ τροπή, ἀφοῦ ὅπως γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, “μένει γὰρ ὃ ἐστιν ἀεὶ καὶ οὐκ ἠλλοίωται, οὐδ' ἂν ἀλλοιωθείη πώποτε καὶ μεταβολῆς ἔσται δεκτική”, καὶ στὴν Β΄ ἐπιστολή του πρὸς Νεστόριον γράφει: “εἷς δὲ ἐξ ἀμφοὶν Χριστὸς καὶ Υἱός, οὒχ ὡς τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνηρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν…”.
Οἱ Μονοφυσίτες ὅμως τὴν φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου “μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη” τὴν ἑρμήνευσαν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους παράδοση, ποὺ ταυτίζει ἐννοιολογικὰ τὴν φύση μὲ τὴν ὑπόσταση, ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἔτσι ὁδηγοῦνται στὴν μία φύση καὶ τὸν Μονοφυσιτισμό. Αὐτὸ τὸ ἀπέκρουε ὁ ἅγιος Κύριλλος στὰ κείμενά του. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Σεβῆρος “ταυτὸν οἶδεν ἀλλήλαις, ὅρω τὲ καὶ λόγω τὴν φύσιν καὶ τὴν ὑποστασιν” καὶ μάλιστα “κακούργως ταυτὸν εἶναι λέγει τὴ φύσει τὴν ὑπόστασιν…”, ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τονίζει ὅτι “τοῦτό ἐστι τὸ ποιοῦν τοῖς αἱρετικοῖς τὴν πλάνην, τὸ ταυτὸν λέγειν τὴν φύσιν καὶ τὴν ὑποστασιν”.
Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ διασαφηνισθῆ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὰ ὅσα θὰ γραφοῦν στὴν συνέχεια, ἀλλὰ πάντως πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ ὅτι χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
β) “Δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη”
Η δεύτερη φράση, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ χριστολογικὴ διαφοροποίηση μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν, εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας περὶ τοῦ ὅτι κατανοεῖται ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστὸ “τὴ θεωρία μόνη”, δηλαδὴ στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν “δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη”. Ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιοῦσε τὴν φράση αὐτὴ ἐναντίον τοῦ Νεστορίου ποὺ ὑπεστήριζε τὴν πραγματικὴ διαίρεση τῶν δύο φύσεων. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμήνευσαν αὐτὴν τὴν φράση μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὸν Χριστὸ ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως”, ἀλλὰ καὶ τῶν δύο φύσεων –θείας καὶ ἀνθρωπίνης– ὑπόσταση εἶναι ὁ Λόγος, δηλαδὴ χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ ἀποκλεισθῆ ἡ διαίρεση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό. Ὅποτε μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων δὲν μποροῦν νὰ ὑφίστανται αὐτὲς οἱ φύσεις στὸν Χριστὸ ὡς ἰδιοϋπόστατες καὶ χωρισμένες φύσεις, δηλαδὴ δὲν ὑφίστανται χωριστὰ ὡς ἰδιαίτερες ὑποστάσεις. Ἄλλωστε καὶ ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν πρὶν τὴν πρόσληψη αὐθυπόστατη. Ἔτσι οἱ δύο φύσεις στὸν Χριστό, μετὰ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, δὲν ὑπάρχουν ὡς ξεχωριστές, ἀνεξάρτητες μεταξύ τους καὶ αὐθυπόσταστες, ἀφοῦ καὶ τῶν δύο φύσεων ὑπόσταση ἔγινε ὁ Λόγος, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ γίνεται λόγος γιὰ δύο φύσεις “τὴ θεωρία μόνη”.
Οἱ Μονοφυσίτες ὅμως τὴν φράση αὐτὴ τὴν ἐννοοῦν μὲ τὴν ἄποψη ὅτι μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ δύο φύσεις, ἀφοῦ ἀπετέλεσαν μία φύση, γι’ αὐτὸ μὲ τὴν φράση “τὴ θεωρία μόνη” πρέπει νὰ θεωρῆται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, ἀλλὰ μόνον θεωρητικῶς καὶ κατ' ἐπίνοιαν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ δύο φύσεις μὲ ἰδιαίτερες ἐνέργειες.
Ἑπομένως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν τὴν φράση “δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη” μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ δύο φύσεις στὸν Χριστὸ δὲν διακρίνονται ἀνεξάρτητες μεταξύ τους, λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, οὔτε εἶναι ἰδιαίτερες ὑποστάσεις, ἐνῶ οἱ Μονοφυσίτες τὴν φράση αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦν μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστό, μετὰ τὴν ἕνωση.
γ) “Σύνθετος φύσις”, “σύνθετος ὑποστασις”
Η τρίτη φράση στὴν ὁποία φαίνεται ἡ διαφορὰ στὴν Χριστολογία μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι οἱ ἐκφράσεις “σύνθετος φύσις” καὶ “σύνθετος ὑποστασις”.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων μποροῦμε νὰ μιλοῦμε, ἀναφερόμενοι στὸν Χριστό, γιὰ “σύνθετον ὑποστασιν”, ὅτι δηλαδὴ ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου εἶναι ἡ ὑπόσταση καὶ τῶν δύο φύσεων, ἤτοι τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι διατηροῦνται τὰ ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο φύσεις ἐνεργοῦν στὴν ἑνιαία ὑπόσταση τοῦ Λόγου, “μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας”. Ἔτσι οἱ δύο φύσεις (θεία καὶ ἀνθρώπινη) εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους στὴν μία σύνθετη ὑπόσταση.
Οἱ μονοφυσίτες δὲν παραδέχονται τὸν ὄρο “σύνθετος ὑποστασις” καὶ κάνουν λόγο γιὰ “σύνθετον φύσιν”, ὅτι δηλαδὴ μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἀποτελέσθηκε μία φύση. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη παραδεκτὸ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, γιατί ὅπως ὑποστήριξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὅρος σύνθετος φύση σημαίνει ὅτι χάνουν τὰ ἰδιώματα οἱ δύο φύσεις ποὺ ἑνώνονται, γιατί ἀποτελοῦν μία τρίτη ἑνιαία φύση, ὅποτε ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν οὔτε ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε ὁμοούσιος μὲ τὴν Μητέρα. Γιὰ παράδειγμα, ἐὰν ἑνώσουμε μερικὰ εἴδη, ἤτοι τὸ νερό, τὸ ἁλάτι, τὸ λάδι κλπ. γίνεται μία καινούρια φύση. Γι' αὐτὸ “ἀδύνατον ἐστιν ἐκ δύο φύσεων μίαν φύσιν σύνθετον γενέσθαι”.
δ) “Ἐκ δύο φύσεων”, “ἐν δύο φύσεσιν”
Το τέταρτο σημειο ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν χριστολογία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι οἱ φράσεις “ἐκ δύο φύσεων” καὶ “ἐν δύο φύσεσιν”.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ διατύπωσαν καὶ συνοδικῶς, ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις ποὺ ἑνώθηκαν στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὅτι ἡ ἕνωση ἔγινε “ἐκ δύο φύσεων” , ἀλλὰ συγχρόνως ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ “ἐν δύο φύσεσιν”, ἀφοῦ δὲν καταργοῦνται οὔτε συμφύρονται τὰ ἰδιώματα κάθε φύσεως μετὰ τὴν ἕνωση. Καὶ ἀκόμη κάθε φύση ἐνεργεῖ στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου “μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας”.
Οἱ Μονοφυσίτες δὲν μποροῦν νὰ ἀποδεχθοῦν αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ πιστεύουν ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε ἀπὸ δύο φύσεις –θεία καὶ ἀνθρώπινη– ἐν τούτοις μετὰ τὴν ἕνωση ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστό. Αὐτὸ ἀνατρέπει ὁλόκληρο τὸ Χριστολογικὸ δόγμα. Ἡ ἄποψη μερικῶν Μονοφυσιτῶν ὅτι, παρὰ τὴν ἑνιαία φύση, δὲν ἀναιρεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτή, διότι ὁδηγεῖ κατ' εὐθείαν στὸν Νεστοριανισμό.
Σὲ αὐτὲς τὶς βασικὲς τέσσερεις φράσεις φαίνεται ἡ διαφορὰ τῆς Χριστολογίας μεταξὺ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἐπειδὴ οἱ Μονοφυσίτες δὲν μποροῦν νὰ παρακάμψουν τὶς ἑρμηνεῖες στὶς φράσεις αὐτὲς –κλειδιὰ- γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Μονοφυσιτῶν καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὸ ὅτι συμφώνησαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, κατὰ τὸν διάλογο, πάνω στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
3. Ἐμπειρικὴ δογματικὴ
Βέβαια κάποιος ποὺ διαβάζει τέτοια κείμενα ποὺ ἀναλύουν τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ θεωρήση ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φιλοσοφοῦσαν, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ θεολόγοι τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ παρακάμπονται αὐτὲς οἱ φιλοσοφικὲς ἀναλύσεις γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μεταξύ μας.
Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εὐσταθεῖ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὁριοθέτησαν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ Χριστολογικό, δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ ἀναπτύξουν τὴν φιλοσοφία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς μαρτυρίας τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων εἶχαν καὶ δική τους ἀποκαλυπτικὴ πείρα. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία, κατὰ τὴν θεοπτία τῶν τριῶν Φώτων τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶχαν ἐμπειρία ὅτι τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐνηνθρώπησε καὶ ἑπομένως καὶ αὐτὴ ἡ τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ ἔγινε πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπαν τὸ ἕνα Φῶς ποὺ ἦταν πηγὴ τῶν ἄλλων Τριῶν Φώτων καὶ ἦταν ἄσαρκο (Πατέρας), ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο Φῶς, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ Πρῶτο, ἀλλὰ ἦταν σεσαρκωμένο (Χριστὸς) καὶ ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο Φῶς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ Πρῶτο, ἀλλὰ δὲν ἦταν σεσαρκωμένο (Ἅγιον Πνεῦμα).
Ἔπειτα, ὅταν κοινωνοῦσαν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, εὐρισκόμενοι οἱ ἴδιοι σὲ κατάσταση ἐμπειρίας, αἰσθάνονταν πνευματικὰ τὸ τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ ὁποίου ἐνεργοῦσε ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅποτε ἀντιλαμβάνονταν ὅτι δὲν ἦταν ἕνας κοινὸς ἄρτος, ἀφοῦ ἀλλοίωνε καὶ μεταμόρφωνε τὴν ὅλη ὕπαρξή τους.
Τὸ ἴδιο αἰσθάνονταν, ὅταν πρόφεραν μὲ κατάνυξη τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς περιπτώσεις (θεοπτία, θεία Κοινωνία, νοερὰ προσευχὴ) βίωναν ἐνυπόστατο ἄκτιστο φῶς καὶ ἐνυπόστατη θεία ἐνέργεια, γι' αὐτὸ καὶ εἶχαν προσωπικὴ πείρα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐνεργείας Του.
Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὴν ἐξέφρασαν μὲ τοὺς ὅρους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὶς αἱρέσεις τῶν στοχαστῶν θεολόγων ποὺ δὲν εἶχαν προσωπικὴ ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν αἱρετικῶν.
4. Τρία κείμενα
Τὰ θέματα αὐτὰ ποὺ παρουσίασα μὲ συνοπτικὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο εἶναι σοβαρὰ καὶ βεβαίως ἀπαιτεῖται μελέτη σὲ βάθος. Ὑπάρχουν τρία βασικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα χρήζουν βαθυτέρας μελέτης ἀπὸ ὅσους ἐνδιαφέρονται περισσότερο. Τὸ ἕνα εἶναι τὰ “δώδεκα κεφάλαια” τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ποὺ εὑρίσκονται στὴν Γ΄ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Νεστόριο, τὸ δεύτερο εἶναι οἱ “διαλλαγές” τοῦ Ἰωάννου ποὺ ἀνευρίσκονται στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, καὶ τὸ τρίτο εἶναι ὁ “Τόμος” τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος. Ὑπάρχει μία θεολογικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν τριῶν αὐτῶν κειμένων, δηλαδὴ τὸ ἕνα δὲν ἀναιρεῖ τὰ ἄλλα, ἀφοῦ καὶ τὰ τρία αὐτὰ κείμενα ἐγράφησαν μὲ διαφορετικὴ ἀφορμή. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι καὶ τὰ τρία αὐτὰ κείμενα συνδέονται στενὰ μὲ τὸν ὄρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοὺς ὅρους τῶν μετέπειτα Συνόδων ἤτοι τῆς Ε΄ καὶ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῆ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὅτι ἐπετεύχθη συμφωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων στὴν Χριστολογία, καὶ ὅτι ἡ διαφωνία ὑπάρχει μόνον ὡς πρὸς τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀντιφατικό. Πῶς ἐπῆλθε συμφωνία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ὅταν δὲν γίνονται ἀποδεκτὲς οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ποῦ τὸ καθόρισαν;
Ἐπίσης, ὁ ὀρθότερος χαρακτηρισμὸς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν δὲν εἶναι ἁπλῶς Ἀντιχαλκηδόνιοι ἢ Προχαλκηδόνιοι, ἀλλὰ Μονοφυσίτες, ἀφοῦ δέχονται τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε “ἐκ δύο φύσεων”, ἀλλὰ δὲν παραδέχονται συγχρόνως καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ καὶ “ἐν δύο φύσεσιν” “ἐν μία ὑποστάσει”.–
http://www.vic.com/~tscon/parembasis/2004/04_12_12.htm
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου