8 Ιαν 2011

Ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολέμησες ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχθηκε...

μιλία ες τν πατον Ετρόπιον
 του γίου ωάννου το Χρυσοστόμου
".... κκλησία πο πολέμησες νοιξε τν γκαλιά της κα σ δέχθηκε..."
(πίκαιρο σο ποτέ...)
Τν παρακάτω συγκλονιστικ λόγο κφώνησε ερς Χρυσόστομος στ 399, να τος φο εχε νεβε στν πατριαρχικ θρόνο τς Κωνσταντινουπόλεως. Ετρόπιος ταν νας, ενοχος πηρέτης τν νακτόρων ποιος κατάφερε ν φτάσει στ ξίωμα τ πάτου, το κορυφαίου δηλαδ κρατικο ξιώματος. ξαιτίας μως τς σκληρότητας κα τς φιλαργυρίας το γινε διαίτερα ντιπαθς π τ λα κα μάλιστα στρατς παίτησε π τν ατοκράτορα ν τν θανατώσει. Τότε φοβερς ατς διώκτης τν χριστιανν κατέφυγε στν κκλησία γι ν σωθε π τ φρικτ τέλος πο τν περίμενε. Χρυσόστομος τν δέχτηκε κα ρνήθηκε ν παραδώσει τν πόδικο στος στρατιτες πο εχαν κυκλώσει τ ναό. Στ μεταξ λας εχε σπεύσει ν ντικρίσει τν πρώην παντοδύναμο διώκτη ν τρέμει μπροστ στ ερ θυσιαστήριο. Πολλο π τος χριστιανος πιθυμοσαν τν παράδοσή του στν ξουσία, στε ν τιμωρηθε πως το ξιζε. Τότε γιος μ τν μιλία του π τν μβωνα δραξε τν εκαιρία καὶ...
δίδαξε στος χριστιανος σχετικ μ τν ματαιότητα τν νθρωπίνων κα ταυτόχρονα κίνησε τς καρδιές τους σ λεος πέναντί του ξιολύπητου ξιωματούχου. Μόνο νας Χρυσόστομος, ς ρήτορας κα ς γιος, πο ταν θ μποροσε ταυτόχρονα κα ν μιλήσει μ γι τ κατάντημα το Ετροπίου λλ κα ν μ φανε σκληρός. λόγος το μάλιστα προκάλεσε στος πιστος τ συμπάθεια, τν μνησικακία κα τν πιθυμία νταποδόσεως καλο ντ κακο πέναντί του πρώην τυράννου κα διώκτη τους. Ν σημειώσουμε τι ο Ετρόπιος εχε εσηγηθε κα εχε πάρει τν γκριση το ατοκράτορα τν προηγούμενη χρονι γι ν κυρωθε νόμος πο ριζε τι ο ναο ταν συλα παραβίαστα.
*****
Σ  λες τς περιστάσεις, λλ πρ παντς σήμερα εναι πίκαιρο ν πομε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τ πάντα ματαιότης» (κκλησιαστς 1, 2). Πο εναι τώρα λαμπρότης το πατικο ξιώματος; Πο τ χαρωπ φτα; Πο τ χειροκροτήματα κα ο συνοδεες κα ο πολυέξοδες τελετές; Πο εναι ο στέφανοι κα τ κριβ διαμερίσματα; Πο θόρυβος τς πόλεως κα ο ζητωκραυγς στ πποδρόμια κα ο κολακευτικς ρχές; λα ατ διάβηκαν. Φύσηξε γέρας κα μ μίας λα τ φύλλα τ ριξε κάτω, δείχνοντας μς γυμν τ δέντρο κα σαλευόμενο π τ ρίζα του. ταν τόσο δυνατ ατ τ δρολάπι, πο πείλησε ν ξεριζώσει τ δέντρο κα ν τ διαλύσει λότελα. Πο εναι τώρα ο πίπλαστοι φίλοι; Πο εναι τ συμπόσια κα τ δεπνα; Πο εναι τ μελισσολόι τν παρασίτων κα τ ψ κρασ πο χυνόταν λημερς κα ο ποικίλες τέχνες τν μαγείρων κα ο πηρέτες τς ξουσίας πο μιλοσαν κα καναν περιποιήσεις μ πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ταν λα κενα κα νειρο, κα σν χάραξε μέρα, φανίσθηκαν. ταν νθη αρινά, κα σν πέρασε νοιξη, λα μαράθηκαν. Σκι ταν κα γοργοπερπάτησε. Καπνς ταν κα διαλύθηκε. Πομφόλυγες ταν κα σκασαν. ράχνης στς ταν κα σπασε.
Γι' ατό, τοτο τν πνευματικ λόγο ψάλλουμε πάνω σ' ατά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τ πάντα ματαιότης». Αυτός λόγος κα στος τοίχους κα στ μάτια κα στν γορ κα στ σπίτι κα στος δρόμους κα στς πόρτες κα στ κατώφλια κα πρ παντς στ συνείδηση το καθενς διαρκς πρέπει ν εναι γραμμένος κα νυχτοήμερα ν τν μελετμε. πειδ πατηλότης τν πραγμάτων κα τ προσωπεα κα πόκρισις π τος πολλος νομίζονται σν λήθεια. Ατν τν λόγο πρέπει πάντα κα λες τς ρες κα παντο νας ν λέγει στν λλο κα ν' κούει π τν πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τ πάντα ματαιότης».
Δν σο λεγα κατάπαυστα πς πλοτος εναι στατος; λλ σ δν μ’νεχόσουν. Δν σο λεγα τι εναι γνώμων δολος; λλ σ δν θελες ν τ παραδεχτες. δο τώρα τ γεγονότα βοον τι χι μόνο στατος, χι μόνο γνώμων, λλ κα φονις εναι γιατί ατς σ καμε ν τρέμεις τώρα κα ν φοβσαι. Δν σο λεγα ταν διαρκς μ πειλοσες, πειδή σου μιλοσα τ γλώσσα τς λήθειας, τι γ σ γαπ περισσότερο π τος κόλακες; τι γ πο σ λεγχα, μουν περισσότερο μ τ μέρος σου π ,τι κενοι πο σου χαρίζονταν; Δν πρόσθετα σ' κενα τ λόγιά μου τ τι εναι καλύτερα τ τραύματα τν φίλων π τ πρόθυμα φιλήματα τν χθρων; ν πέμενες τ τραύματά μου, δν θ σο γεννοσαν τ θάνατο τ φιλήματα κείνων·γιατί ο δικές μου πληγς τοίμαζαν τν νάρρωσή σου, ν ο σπασμο κείνων σου τοίμαζαν τν πώλεια.
Πο εναι τώρα ο ονοχόοι; Πο εναι κενοι πο ξεπηδοσαν μπροστά σου στς γορς κα σ στεφάνωναν μ’ να σωρ γκώμια; ποτραβήχτηκαν, ρνήθηκαν τ φιλία, στάθηκαν μακρι π τν γωνία σου, γι ν σωθον. λλ γ δν κάνω τ διο. Δν σ προσπέρασα διάφορος. πεσες κα σ περιμαζεύω κα σ φροντίζω. κκλησία πο πολέμησες νοιξε τν γκαλιά της κα σ δέχθηκε· τ θέατρα πο νίσχυσες κα πο γι χάρη τος συχν γανακτοσες ναντίον μας, σ πρόδωσαν κα σ φησαν ν πεθάνεις. λλ μες δν εχαμε πάψει ν σο λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι τσι; Θέλεις ν διαπόμπευσης τν κκλησία κα δηγες τν αυτό σου στ χελος το κρημνο. λλ σ δν τ λογαρίαζες. Κα τ μν πποδρόμια, φο σου κατέφαγαν τν πλοτο, κόνισαν τ ξίφος πο θ σ θανάτωνε· δ κκλησία πο δέχθηκε τν παράλογη ργή σου, κάνει τώρα τ πν γι ν σ γλυτώσει π τ βρόχια το θανάτου.
Κα λέγοντας τώρα ατά, δν μπαίνω σ νειδισμό, λλ θέλω ν κάνω πι σφαλες κείνους πο σ τριγυρίζουν δ (δηλαδ τ κκλησίασμα) δν ναξέω τ λκη το τραυματισμένου, λλ θέλω ν φυλάξω σ γεία κείνους πο ς τώρα δν λαβώθηκαν· δν καταποντίζω τ ναυαγό, λλ θέλω κείνους πο πλέουν μ πρίμο γέρα ν τος διδάξω πς ν μ βουλιάξουν. Κα πς θ γίνει ατό; ν νιώσουμε τς μεταβολς τν νθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι ατός, ν εχε φοβηθε ατς τς μεταβολές, δν θ τν ερισκαν. λλ’ πειδ ατς οτε π τν αυτό του οτε π λλους γινόταν καλύτερος, σες λοιπν πο εστε πνευματικ πλούσιοι, πάρτε να κέρδος κόμη π τ συμφορά του· γιατί, δν εναι τίποτε πι τιποτένιο π τ νθρώπινα πράγματα. πως κα ν τ νομάσει κανείς, πραγματικότης θ εναι σχυρότερη. ν καπνό, ν χόρτο, ν νειρο, ν αριν νθη, ν , τιδήποτε τ νομάσει, πολ πι στατα κι φήμερα εναι κα πι τιποτένια π τ τίποτε. Κα τι μαζ μ τν ετέλεια χουν κα τ πόκρημνο, γίνεται φανερ π τούτη τν περίπτωση. Ποις ταν ψηλότερα π' ατν δ τν νθρωπο; Δν θάμπωσε λη τν οκουμένη μ τ πλούτη του; λλ δο πο κατάντησε πι ξιολύπητος κι π τος δεσμτες, πι ταπεινωμένος κι π τος δούλους, πι νεχος κι π κείνους πο πεθαίνουν τς πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα κα βάραθρα κα δήμιους κα σύρσιμο στ θάνατο. Κα δν ξέρει, δν χει τν εχαρίστηση ν ξέρει τουλάχιστον πότε θ πεθάνει, λλ μέσα στ καταμεσήμερο βρίσκεται σ σκοτάδι πυκνό. σο κι ν προσπαθήσω δν θ μπορέσω ν παραστήσω μ τν λόγο τν γωνία του, τν γωνία του ν περιμένει κάθε ρα κα στιγμ τ θάνατο. λλ τί χρειάζονται τ λόγιά μου, ταν διος εναι εκόνα κα πογραφ τν σων λέγω; Χθές, ταν λθαν σ' ατν π τ παλάτι γι ν τν πιάσουν, τρεξε στν ερν ατν τόπο μ παγωμένη ψη πο κα τώρα ξακολουθε ν εναι τέτοια· τ δόντια το χτυπον, τρέμει κα λύνεται τ κορμί του, φων το ράγισε, παράλυσε γλώσσα του κι λα πάνω σ' ατν δείχνουν μία ψυχ παγωμένη.
Κα τ λέγω ατ χι νειδίζοντας, χι μπαίνοντας διάκριτα στ συμφορά του, λλ θέλοντας ν μαλακώσω τ δική σας καρδι κα ν σς παρακαλέσω λεος κα ν σς πείσω τι ρκετ στάθηκε γι' ατν τιμωρία. πάρχουν νάμεσα μας σπλαχνοι κα δικοι, πο θ κατηγορήσουν κα μένα γιατί τν δέχθηκα πεσμένο μπροστ στ ερ βμα θέλοντας, λοιπόν, μ τ λόγιά μου ν μαλακώσω κα ν' λλάξω τν πανθρωπιά τους, γι' ατ διαδηλώνω τ συμφορ το νθρωπου δ.
Γι τί πράγμα γανακτες, γαπητέ; πές μου. Γιατί -λέγει- στν κκλησία κατέφυγε κενος πο σταμάτητα τν πολεμοσε. Μ γι' ατ κριβς πρεπε περισσότερο ν δοξάζεις τ Θεό, πο τν φησε ν λθει σ τέτοια νάγκη, στε κα τ δύναμη τς κκλησίας κα τ φιλανθρωπία της ν μάθει. Τ δύναμη, βλέποντας πς πεσε ν θαρροσε τι ταν νικητής της· τ φιλανθρωπία, βλέποντας πς κκλησία πο πολεμήθηκε π' ατν τώρα βάζει σπίδα ν τν προστατέψει κα τν δέχεται κάτω π τς πτέρυγές της κα τν σφαλίζει λότελα κα χωρς ν μνησικακήσει γι ,τι κενος πραξε ναντίον της, το νοιξε τν γκαλιά της μ μητρικ στοργή.
Ατ εναι τρόπαιο π' λα τ τρόπαια λαμπρότερο, ατ εναι νίκη περιφανής, ατ ντροπιάζει κα καταισχύνει εδωλολάτρες κα ουδαίους, ατ εναι φς θριάμβου στ πρόσωπο τς κκλησίας. Γιατί, φο πρε αχμάλωτο τν χθρό, τώρα τν λυπται, κι ν λοι τν φησαν ρημο, ατ μόνη σν μητέρα φιλόστοργη κάτω π τ παραπετάσματά της, τν κρυψε κα στάθηκε ντιμέτωπη στ βασιλικ ργή, στ μανία το χλου, στ γενικό, κράτητο μίσος. Ατς εναι καλύτερος στολισμς το θυσιαστηρίου. Ποις στολισμς -θ πες- κάθαρτος κα πλεονέκτης κα συλητς ν' γγίζει τ θυσιαστήριο; Μ τ λές· πειδ κα πόρνη γγιξε τ πόδια το Χριστο, τόσο μιασμένη κα κάθαρτη· κα δν ταν ατ λάθος το Χριστο, λλ θαμα κα μνος μέγας· γιατί δν ζημίωσε τν καθαρ κάθαρτη, λλ τ μιασμένη πόρνη καθαρς κα μωμος τν καθάρισε μ τ γγιγμα. Μή, λοιπόν, μνησικακες, νθρωπε. λοι εμαστε δολοι κείνου πο λεγε ν τν σταύρωναν: «φες ατος· ο γρ οδασι τί ποιούσι» (Λούκ. 23,33).
λλ θ πες, τι ατς νθρωπος πετείχισε τν κκλησία ς καταφύγιο πο ταν, μ διάφορα διατάγματα κα νόμους. λλ ν πο μ τ γεγονότα μαθε τ κακ πο πραξε κα μ τν εσοδό του δ πρτος ατς κατάργησε τ νόμο πο καμε κι γινε θέαμα οκτρό της οκουμένης κι ν εναι βουβς μως τσι σν ν μιλ κα ν φωνάζει: Μ κάνετε τέτοια, γι ν μ πάθετε τέτοια.
ψώνεται μς π τ συμφορά του σν διδάσκαλος κα τώρα εναι πο ξεπηδ π τ θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποι εναι ατό; τι γία Τράπεζα χει δεμένο τ λιοντάρι. ταν θέλουν ν πεικονίσουν τ δόξα νς βασιλέως, δν θ’ρκεσθον ν τν παραστήσουν καθήμενο πάνω στ θρόνο κα ν το φορέσουν τν λουργίδα κα ν το βάλουν στ μέτωπο τ διάδημα. λλ θ ζωγραφίσουν πίσης, κάτω π τ πόδι του, τος νικημένους βαρβάρους, μ δεμένα τ χέρια πίσω, κα τ κεφάλια στ χμα. Κα τι δν χρειάζονται λόγια γι να τέτοιο δίδαγμα, ο διοι τ παραδέχεσθε μ τ βία μ τν ποία λοι τρέξατε δ γι ν δετε τ θέαμα. Σήμερα κκλησία εναι γεμάτη κα λαμπροφόρος. σο λα βλεπα τ Πάσχα συναθροισμένο δ, βλέπω κα σήμερα. Ατς νθρωπος ν κα μίλητος, λους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μς π τ γεγονς τ διο πρς λες τς κατευθύνσεις. Κα κόρες τος θαλάμους, κα γυνακες τος γυναικωνίτες, κα ντρες τν γορ δείασαν κα τρέξατε λοι δ, γι ν δετε τν νθρώπινη φύση λεγχόμενη κι π τ φήμερα γαθ πογυμνωμένη κα τ χθεσιν ξετσίπωτο πρόσωπο, πο στραφτε π ναίδεια, πλυμένο π τ σφουγγάρι τς ντροπς τν πραγμάτων κα ξεβαμμένο π τ ψιμύθια λότελα. Γιατί καλοπέραση πο δίνουν ο πλεονεξίες εναι πρόστυχη προσωπίδα σν γραϊδίου ψης βαμμένη.
Ατο του καταντήματος εναι μεγάλη εγλωττία· τν νθρωπο πο λαμπε κα φαινόταν π παντο, τν καμε ν εναι τώρα πι δύνατος π λους.
ν πλούσιος μπε δ, μεγάλο θ εναι τ κέρδος πο θ πάρει. Γιατί, βλέποντας π τί ψηλ κορφ κρημνίσθηκε κενος πο σειε τν οκουμένη λη, κα πς τώρα εναι ζαρωμένος κα δειλότερος π λαγ κα βάτραχο, κα χωρς δεσμ σ' ατ τν κολόνα κολλημένος κα ντ μ λυσίδα π τ φόβο σφιγμένος γύρω της κα τρέμοντας, τότε πλούσιος θ ασθανθε μέσα του ν πέφτει πυρετς τς πληστίας, ν σωριάζεται γωισμός του, κι φο φιλοσοφήσει πως πρέπει πάνω στ' νθρώπινα, θ φύγει π τν κκλησία χοντας μάθει π τ πράγματα κενα πο μ λόγια διδάσκουν ο γιες Γραφές, τι δηλαδή· «πάσα σρξ χόρτος, κα πάσα δόξα νθρώπου ς νθος χόρτου· ξηράνθη χόρτος, κα τ νθος ξέπε» (σ. 40, 6-7). Επίσης «τι σε χόρτος ταχ ποξηρανθήσονται κα σε λάχανα χλόης ταχ ποπεσονται» (Ψάλμ. 36, 2). πίσης «τι… σε καπνς α μέραι (ατο)» (Ψάλμ. 101, 4) κ.τ.λ.
ν πάλι μπε δ φτωχς κα ψώσει τ μάτια το σ' ατν τν νθρωπο, δν θ λυπηθε τν αυτό του οτε θ στενοχωρηθε γι τ φτώχειά του. Αλλά θ ασθανθε εγνωμοσύνη στ φτώχειά του, γιατί το εναι συλο κα λιμάνι κύμαντο κα τεχος σφαλές. Και βλέποντας ,τι βλέπει, θ προτιμήσει χίλιες φορς ν μείνει κε πο βρίσκεται παρ ν'ποκτήσει γι λίγο τν κόσμο λόκληρο κι στερα ν κινδυνεύει ν χάσει κα τν δια το τ ζωή.
Βλέπεις τι χι μικρ φέλεια εναι κα στος πλουσίους κα στος φτωχος κα στος ταπεινος κα στος δοξασμένους κα στος δούλους κα στος λευθέρους π μία τέτοια δ καταφυγή. Βλέπεις πς γιατρεύεται καθένας μόνο κα μόνο πο εδε ατ τ θέαμα.
ρα σς μαλάκωσα τ πάθος, σς ξερίζωσα τν ργή; ρα σς σβησα τν πανθρωπιά; ρα σς δήγησα σ συμπάθεια; Νομίζω πς τ πέτυχα κα μάλιστα σ μεγάλο βαθμό. Μο τ δείχνουν τ πρόσωπά σας κα ο πηγς τν δακρύων σας. φο, λοιπόν, πέτρα γινε χμα παχ κα μαλακό, μπρς ς βλάστηση τ λεος, ς κυματίσουν τ στάχυα τς συμπαθείας μας κάτω π τ μάτια το Θεο κι ς πέσουμε στ γόνατα μπροστ στν βασιλέα, μλλον ς παρακαλέσουμε τν φιλάνθρωπο Θε ν μαλακώσει τ θυμ το βασιλέως, ν κάνει παλ τν καρδιά του κα ν μς δώσει λόκληρη τ χάρη πο θ το ζητήσουμε. Κα δη, π τ μέρα κείνη πο ατς κατέφυγε δ, δν σημειώθηκε μικρ μεταβολ στς διαθέσεις το βασιλέως. Γιατί, σν μαθε βασιλες πς κατέφυγε σ τοτο τ ερ συλο, βγαλε λόγο μακρ μπροστ στ στρατόπεδο, πο το ζητοσαν ν τν ποκεφαλίσει ξαιτίας τν γκλημάτων του, κα γαλήνευσε τν στρατιωτικ θυμό. Και επε τι δν πρέπει μόνο τ φταιξίματα, λλ κα τ κατορθώματά του ν λογαριασθον, δείχνοντας τσι τι νίωθε τν γανάκτησή τους, λλ κα νθρώπινη κατανόηση. Κι ταν πάλι λθαν ως δ γι ν κδικηθον τν βασιλέα τους, μ’ γριες φωνς κα ξαλλες χειρονομίες κα σείοντας τ δόρατα, ατς δ φήνοντας ν ρέουν τ δάκρυα π τ μερότατα μάτια του κα δείχνοντας τος τν ερ τράπεζα που εχε καταφύγει, κόπασε τν ργή τους.
λλ’  ς προσθέσουμε κι μες τώρα τ δική μας συμπεριφορά. Ποις συγχωρήσεως θ εσαστε ξιοι, ν βασιλες πο βρίσθηκε δν μνησικακε, κα σες πο τίποτε τέτοιο δν πάθατε θ φανερώνατε τόση ργή; Κα πς, σν διαλυθε ατ σύναξη κα παύση ατ τ θέαμα, θ προσεγγίσετε τ για μυστήρια κα θ φέρετε στ χείλη σς τν προσευχ κείνη πο Κύριός μας πρόσταξε ν λέμε: «φες μίν… (καθς) κα μες φίεμεν τος φειλέταις μν» (Μάτ. 6, 12) ν παιτητ τιμωρία;
κανε μεγάλες δικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δν θ τ ρνηθομε οτε μες. Αλλά τώρα δν εναι καιρς δικαστηρίου, λλ λέους· χι εθύνης, λλ φιλανθρωπίας· χι νακρίσεως, λλ συγχωρήσεως· χι καταδικαστικς ψήφου, λλ οκτου κα χάριτος. Ας μ φλογίζεται λοιπν κανένας π ργή, ς μ προβάλλει μπόδια, λλ καλύτερα ς δεηθομε στν φιλάνθρωπο Θε ν δώσει σ τοτο τ πλάσμα το προθεσμία ζως, ν ξαρπάσει π τ σφαγ πο τ πειλε γι ν πληρώσει τ φταιξίματα πο καμε, κα λοι μαζ ς προσέλθουμε στν φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας ξ νόματος τς κκλησίας, ξ νόματος το θυσιαστηρίου, ν μς χαρίσει ατ τν νθρωπο πο πρόσπεσε στν για Τράπεζα.
ν τ πράξουμε ατό, κα βασιλες θ τ δεχθε κα Θες πρν κα πάνω π τν βασιλέα θ τ παινέσει κα μεγάλη μοιβ θ μς ποδώσει γι τ φιλανθρωπία πο θ δείξουμε. Γιατί, καθς ποστρέφεται κα μισε τν μ κα πάνθρωπο, τσι στν λεήμονα κα φιλάνθρωπο εναι προσηνς κα γεμάτος φίλτρο. Και ν μν ατς εναι δίκαιος, το πλέκει λαμπρότερα στέφανα· ν δ μαρτωλός, παρατρέχει τ μαρτήματα, μείβοντας τ συμπάθεια πο δειξε μαρτωλός, στν συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «λεος θέλω κα ο θυσίαν» (Πρ. ση 6,6 κα Μάτ. 9,13). Κα παντο της Γραφς βλέπει τ Θε ν ζητ κριβς ατ κα ν τ λέγει λύση τν μαρτημάτων.
τσι λοιπόν, κι μες τώρα θ τν κάνουμε λεω, τσι θ λύσουμε κα τ δικά μας φταιξίματα, τσι θ στολίσουμε τν κκλησία, τσι κα φιλάνθρωπος βασιλες θ μς παινέσει, καθς επα προηγουμένως, κα λος λας θ μς χειροκροτήσει κα τ πέρατα τς οκουμένης θ μάθουν τ φιλανθρωπία κα τν μερότητα τς πόλεως ατς, κα θ γεμίσει γ π τ κήρυγμα το παραδείγματός μας.
Γι ν πολαύσουμε, λοιπόν, τ τόσα ατ γαθά, ς προσπέσουμε, ς παρακαλέσουμε, ς δεηθομε, ς ρπάξουμε π τ νύχια το κινδύνου τν αχμάλωτο, τν φυγάδα, τν κέτη, γι ν πετύχουμε κι ο διοι τν μελλόντων γαθν, χάριτι κα φιλανθρωπία το Κυρίου μν ησο Χριστο, δόξα κα τ κράτος νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων. μήν.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδικ κδοση ερο Ναο  γίου Γεωργίου Γιαννιτσν
Τεχος 21
Νεομβριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.