6 Αυγ 2010

Τὸ θαῦμα τοῦ φακίρη καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ

Ὁ αὐτόπτης μάρτυς καὶ ἀφηγητὴς τὸν κατωτέρω περιστατικοῦ, ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες κληρικοὺς τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου τῆς Ρωσίας. Στὴν κοσμική του ζωὴ εἶχε μία λαμπρὴ σταδιοδρομία σὰν ἀντιπλοίαρχος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ καὶ παράλληλα ἀναμίχθηκε βαθειὰ μέσα στὸν ἀποκρυφισμὸ ἐκδίδοντας τὸ ἀποκρυφιστικὸ περιοδικὸ Ρέμπους. Μετὰ τὴ σωτηρία του ἀπὸ σχεδὸν βέβαιο θάνατο στὴ θάλασσα διὰ θαύματος τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ πραγματοποίησε προσκύνημα στὸ Σάρωφ καὶ στὴ συνέχεια ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμική του καριέρα καὶ τοὺς δεσμούς του μὲ τὸν ἀποκρυφισμὸ καὶ ἔγινε μοναχός. Χειροτονήθηκε Ἱερεὺς καὶ ὑπηρέτησε ὡς Ἱεραπόστολος στὴν Κίνα, τὴν Ἰνδία καὶ τὸ Θιβέτ, ὡς ἐφημέριος σὲ διαφόρους ναούς πρεσβειῶν καὶ ὡς ἡγούμενος μερικῶν μονῶν. Μετὰ τὸ 1914 ἔζησε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στοὺς νέους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν ἐκεῖ μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἀποκρυφισμοῦ στὰ διαδραματιζόμενα τότε στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς Ρωσίας. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1924, ἕνα μήνα ἀφοῦ δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψι κάποιου κυρίου ὀνόματι Τονχόλξ, συγγραφέως βιβλίου μὲ τίτλο Μαύρη Μαγεία, δολοφονήθηκε στὸ κελλί του «ἀπὸ ἀγνώστους», μὲ τὴν φανερὴ ἀνοχὴ τῶν Μπολσεβίκων. Τὸ ὄργανο τοῦ ἐγκλήματος ἦταν ἕνα μαχαίρι μὲ εἰδικὴ λαβὴ σὲ σχῆμα...συμβόλου ἀποκρυφιστικῆς σημασίας.

Τὸ περιστατικὸ ποὺ μᾶς ἀφηγεῖται ἐδὼ π. Νικόλαος ἀποκαλύπτει τὴν πραγματικὴ φύσι τῶν πνευματιστικῶν φαινομένων ποὺ συναντᾶ κανεὶς στὶς διάφορες ἀνατολικὲς θρησκεῖες. Ἔλαβε χώρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 1900, κατεγράφη γύρω στὸ 1922 ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ Ἄρα Ά. Π. Τιμοφέγιεβιτς καὶ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο σὲ ρωσικὸ περιοδικὸ τῆς διασπορᾶς («Ὀρθόδοξος Ζωή», 1956, ἄρ.1).

Ἕνα θαυμάσιο τροπικὸ πρωινὸ τὸ πλοῖο μᾶς ἔσχιζε τὰ νερὰ τοῦ Ἰνδικοῦ Ὠκεανοῦ πλησιάζοντας τὴ νῆσο Κεϋλάνη. Τὰ ζωηρὰ πρόσωπα τῶν κατὰ κύριο λόγο Ἄγγλων ἐπιβατῶν, ποὺ ταξίδευαν οἰκογενειακῶς γιὰ ὑπηρεσία ἡ γιὰ δουλειὲς στὴν Ἰνδικὴ ἀποικία τους, ἦταν στραμμένα μὲ λαχτάρα πρὸς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα ἀναζητώντας μὲ τὴ ματιὰ τὸ μαγεμένο νησί, ποὺ σχεδὸν γιὰ ὅλους ἦταν συνδεδεμένο ἀπὸ τὰ παιδικὰ χρόνια μὲ τὶς τόσες ἐνδιαφέρουσες καὶ μυστηριώδεις Ἱστορίες καὶ περιγραφὲς τῶν περιηγητῶν.

Τὸ νησὶ μόλις ποὺ διακρινόταν ἀκόμη. Μὲ κάθε καινούργια πνοὴ τοῦ ἄνεμου μία λεπτή, μεθυστικὴ εὐωδία ἀπὸ δάση ἄρχισε νὰ τυλίγη ὅλο καὶ περισσότερο τὸ πλοῖο. Τελικὰ μία μακρόστενη μπλὲ σιλουέτα φάνηκε ξαπλωμένη στὸν ὁρίζοντα. ΟΙ διαστάσεις τῆς μεγάλωναν διαρκῶς καθὼς τὸ πλοῖο πλησίαζε γοργά. Ἤδη μποροῦσε κανεὶς νὰ διακρίνη τὰ διάσπαρτα στὴν παραλία κτίρια θαμμένα μέσα στὸ πράσινο τῶν μεγαλοπρεπῶν φοινίκων καὶ τὸ πολύχρωμο πλῆθος τῶν ἐντοπίων ποὺ περιμεναν τὴν ἄφιξι τοῦ πλοίου. Κατὰ τὸ ταξίδι οἱ ἐπιβάτες εἶχαν γνωριστῆ μεταξύ τους πολὺ γρήγορα. Πάνω στὸ κατάστρωμα γελοῦσαν καὶ μιλοῦσαν ζωηρὰ θαυμάζοντας τὴν καταπληκτικὴ θέα τοῦ παραμυθένιου νησιοῦ ποὺ ξετυλιγόταν μπροστὰ στὰ μάτια τους. Τὸ πλοῖο ἔκανε μερικοὺς ἀργοὺς ἑλιγμούς, καθὼς ἑτοιμαζόταν νὰ ἀράξη στὸ μουράγιο τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Κολόμπο.

Ἐδῶ τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ στάθμευση, γιὰ νὰ ἀνεφοδιαστῆ μὲ κάρβουνο, καὶ οἱ ἐπιβάτες εἶχαν ἀρκετὸ χρόνο, γιὰ νὰ βγοῦν στὴν παραλία. Ἡ ἥμερα ἦταν τόσο ζεστή, ποὺ πολλοὶ ἐπιβάτες ἀποφάσισαν νὰ μείνουν στὸ πλοῖο μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Μία εὐχάριστη δροσιὰ πῆρε τότε τὴ θέσι τοῦ καύσωνα τῆς ἡμέρας. Μία μικρὴ ὁμάδα ἀπὸ ὀκτὼ ἄτομα, στὴν ὁποία προσκολλήθηκα καὶ ἐγώ, διάλεξε τότε γιὰ ξεναγὸ τῆς τὸν συνταγματάρχη Ἔλιοτ, ποὺ εἶχε ζήσει παλιότερα στὸ Κολόμπο καὶ γνώριζε καλὰ τὴν πόλι καὶ τὰ περίχωρα. Αὐτὸς μας ἔκανε μία δε¬λεαστικὴ πρότασι: «Κυρίες καὶ κύριοι! θὰ θέλατε νὰ πᾶμε λίγα μίλια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦμε ἕναν μάγο φακίρη τῆς περιοχῆς; Ἴσως ἔχουμε νὰ δοῦμε κάτι ἐνδιαφέρον». Ὅλοι δεχθήκαμε τὴν πρότασι τοῦ συνταγματάρχη μὲ ἐνθουσιασμό.

Εἶχε κιόλας βραδιάσει ὅταν ἀφήναμε πίσω μας τοὺς θορυβώδεις δρόμους τῆς πόλεως καὶ παίρναμε ἕναν θαυμάσιο δρόμο ποὺ διέσχιζε τὴν ζούγκλα. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ παιχνίδιζαν οἱ λάμψεις ἑκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὁ δρόμος φάρδαινε ἀπότομα. Βρεθήκαμε μπροστὰ σ' ἕνα μικρὸ ξέφωτο περικυκλωμένο ἀπὸ ζούγκλα. Σὲ μία ἄκρη τοῦ κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο ὑπῆρχε κάτι σὰν καλύβα καὶ δίπλα της σιγοκαῖγε μία μικρὴ φωτιά. Ἕνας λεπτός, ἀποστεωμένος γέρος μὲ τουρμπάνι στὸ κεφάλι καθόταν σταυροπόδι μὲ τὸ βλέμμα τοῦ ἀκίνητο καὶ στραμμένο πρὸς τὴν φωτιά. Παρὰ τὸν θόρυβο τῆς ἀφίξεώς μας ὁ γέρος συνέχιζε νὰ κάθεται τελείως ἀκίνητος, δίχως νὰ μᾶς δίνη τὴν παραμικρὴ προσοχή. Κάπου μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι ἐμφανίστηκε ἕνας νεαρὸς καὶ πηγαίνοντας κοντὰ στὸν συνταγματάρχη τὸν ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σὲ λίγο ἔβγαλε μερικὰ σκαμνιὰ καὶ ἡ ὁμάδα μᾶς κάθησε σὲ ἡμικύκλιο κοντὰ στὴ φωτιά. Ἕνα λεπτός, ἀρωματικὸς καπνὸς ὑψώθηκε. Ὁ γέρος καθόταν πάντα στὴν ἴδια στάσι δείχνοντας νὰ μὴ προσεχῆ τίποτε. Τὸ ἰσχνὸ φεγγάρι ποὺ ἀνέβαινε ἐδίωχνε κάπως τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ στὸ χλωμὸ φῶς τοῦ ὅλα τὰ πράγματα ἔπαιρναν παράξενα σχήματα. Ὅλοι σώπασαν ἄθελά τους καὶ περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ συμβῆ.

«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε ἐκεῖ στὸ δένδρο! ψιθύρισε ταραγμένα ἡ δεσποινὶς Μαίρη. Ὅλοι στρέψαμε τὸ κεφάλι πρὸς τὴν κατεύθυνσι ποὺ ἔδειξε. Καὶ πράγματι, ὁλόκληρη ἐπιφάνεια τῆς τεράστιας φυλλωσιᾶς τὸ δένδρου ποὺ κάτω του καθόταν ὁ φακίρης ἦταν σὰν νὰ κυμάτιζε ἤρεμα μέσα στὸ ἁπαλὸ φεγγαρόφωτο, ἐνῶ τὸ ἴδιο τὸ δένδρ ἄρχισε βαθμιαία νὰ διαλύεται καὶ νὰ χάνει τὸ περίγραμμά του. Κυριολεκτώντας θὰ ἔλεγα ὅτι κάποιο ἀόρατο χέρι εἶχε ρίξει πάνω του ἕνα ἀέρινο κάλυμμα, ποὺ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ γινόταν ὅλο καὶ πυκνότερο. Πολὺ σύντομα ἐμφανίστηκε ὁλοκάθαρα μπροστὰ στὸ ἔκπληκτο βλέμμα μας ἡ κυματιστὴ ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Μ' ἕνα ἐλαφρὸ οὐητὸ τὸ ἕνα κύμα ἐρχόταν πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο σχηματίζοντας λευκοὺς ἀφροῦ. Ἀνάλαφρα σύννεφα πετοῦσαν σ' ἕναν οὐρανὸ ποὺ εἶχε γίνει γαλανός, θαμπωμένοι δὲν μπορούσαμε νὰ ξεκολλήσουμε τὸ βλέμμα μας ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταπληκτικὴ εἰκόνα.

Καὶ τότε φάνηκε μακριὰ ἕνα ἄσπρο πλοῖο. Παχὺς καπνὸς ξεχύνονταν ἀπὸ τὶς δύο μεγάλες καμινάδες του. Μᾶς πλησίαζε γοργὰ σχίζοντας τὰ νερά. Μὲ μεγάλη κατάπληξι ἀναγνωρίσαμε τὸ πλοῖο μας, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔφερε στὸ Κολόμπο! Ἕνας ψίθηρος διαπέρασε ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τὸ ὑπαίθριο θεωρεῖο μας, ὅταν διαβάσαμε στὴ πρύμνη μὲ χρυσὰ ἀνάγλυφα γράμματα τὸ ὄνομα τοῦ πλοίου μας: Λουΐζα. Ἔκεινο μῶς ποὺ μᾶς κατέπληξε περισσότερο ἀπὸ ὅλα ἦταν αὐτὸ ποὺ εἴδαμε πάνω στὸ πλοῖο —ἐμᾶς τοὺς ἴδιους! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι τί καιρὸ ποὺ συνέβησαν ὅλα αὐτὰ ὁ κινημτογράφος δὲν εἶχε καν ἐπινοηθῆ καὶ ἦταν ἀδύνατο ἀκόμη καὶ νὰ συλλαβὴ κανεὶς κάτι παρόμοιο. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του στὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ γελοῦσαν καὶ συζητοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα ἐκπληκτικὸ ἦταν τὸ ἕξης: Ἔβλεπα ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ὅλο τὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου, μέχρι καὶ τὶς μικρότερες λεπτομέρειες, σὰν σὲ μία πανοραμικὴ κάτοψι —κάτι ποὺ φυσικὰ εἶναι ἀδύνατο στὴν πραγματικότητα. Σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ στιγμὴ ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσα στοὺς ἐπιβάτες, τοὺς ναυτικοὺς ποὺ ἐργάζονταν στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλοίου καὶ τὸν πλοίαρχο στὴν καμπίνα τοῦ- ἀκόμη καὶ τὸν πίθηκο Νέλλυ, τὴν συμπάθεια ὅλων μας, νὰ τρώη μπανάνες ἀνεβασμένη πάνω στὸν κεντρικὸ ἱστό. Τὴν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ σύντροφοί μου καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ὁ καθένας ἦταν ἐξαιρετικὰ ἀναστατωμένοι μὲ ὅσα ἔβλεπαν καὶ ἐξωτερίκευαν τὰ συναισθήματά τους μὲ σιγανὰ ἐπιφωνήματα καὶ ἀναστατωμένους ψιθύρους.

Εἶχα τελείως ξεχάσει ὅτι ἤμουν Ἱερομόναχος καὶ προφανῶς δὲν εἶχα καμμία δουλειὰ νὰ συμμετέχω σ' ἕνα τέτοιο θέαμα. Ἡ γοητεία ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ εἶχαν σωπάσει. Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ χτυπᾶ δυνατὰ σὲ συναγερμό. Ξαφνικὰ βρέθηκα ἕκτος ἑαυτοῦ. Ἕνας φόβος κατέλαβε ὅλη μου τὴν ὕπαρξι.

Τὰ χείλη μου ἄρχισαν νὰ κινοῦνται καὶ νὰ λένε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλό!». Ἀμέσως ἐνίωσα ἀνακούφισι. Ἦταν σὰν κάποιες μυστηριώδεις ἁλυσίδες νὰ πέφτουν ἀπὸ πάνω μου. Ἡ προσευχὴ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ συγκεντρωμένη καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν ξαναγύριζε καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς μου. Συνέχιζα νὰ κοιτάζω πρὸς τὸ δένδρο καὶ ξαφνικά, σὰν νὰ τὴν ἐδίωχνε κάποιος ἄνε-μός, ἡ εἰκόνα θόλωσε καὶ διαλύθηκε. Δὲν ἔβλεπα τίποτε πιὰ ἕκτος ἀπὸ τὸ μεγάλο δὲν-δρὸ μέσα στὸ φεγγαρόφωτο καὶ τὸν φακίρη καθισμένο δίπλα στὴ φωτιὰ καὶ σιωπηλό. Οἱ σύντροφοί μου ὅμως συνέχιζαν νὰ ἐξωτερικεύουν αὐτὰ ποὺ αἰσθάνονταν, καθὼς ἀτένιζαν στὴν εἰκόνα, ποὺ γι' αὐτοὺς δὲν εἶχε χαθῆ.

Τότε ὅμως πρέπει κάτι νὰ συνέβη καὶ στὸν φακίρη. Ἔχασε τὴν Ἰσορροπία του καὶ κύλησε στὸ πλάι. Ὃ νεαρὸς ἔτρεξε ἃ-λαφιασμένος. Ἡ πνευματιστικὴ συγκέντρωση διακόπηκε ἀπότομα.

Βαθειὰ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοὺς οἱ θεατὲς σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρὰ τὶς ἐντυπώσεις τους καὶ χωρὶς καθόλου νὰ καταλαβαίνουν γιὰ ποιὸ λόγο διακόπηκαν ὅλα τόσο ξαφνικὰ καὶ ἀναπάντεχα. Ὁ νεαρὸς τὸ ἀπέδωσε στὴν ἐξάντλησι τοῦ φακίρη, ὁ ὅποιος τώρα καθόταν ὅπως καὶ πρὶν μὲ τὸ κεφάλι χαμηλωμένο καὶ μὴ δίνοντας τὴν παραμικρὴ προσοχὴ στοὺς παριστάμενους.

Ἡ ὁμάδα μας, ἀφοῦ μέσω τοῦ νεαροῦ ἀντάμειψε γενναιόδωρα τὸν φακίρη γιὰ τὴν δυνατότητα συμμετοχῆς σ' ἕνα τόσο καταπληκτικὸ θέαμα, ἀνασυντάχθηκε γρήγορα γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Καθὼς ξεκινούσαμε, ἄθελά μου γύρισα πάλι νὰ κοιτάξω, γιὰ νὰ ἐντυπώσω στὴ μνήμη μου τὸ ὅλο σκηνικό. Ξαφνικὰ ἀνατριχίασα ἀπὸ μία δυσάρεστη αἴσθησι. Τὸ βλέμμα μου συνάντησε τὸ βλέμμα τοῦ φακίρη, ποὺ μὲ κοίταζε γεμάτος ἀπὸ μίσος. Αὐτὸ κράτησε μόνο μία στιγμὴ καὶ μετὰ ἐκεῖνος πῆρε πάλι ἀμέσως τὴ συνηθισμένη τοῦ στάσι. Ὅμως ἐκείνη ἡ ματιὰ ἄνοιξε μία γιὰ πάντα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ συνειδητοποίησα ἀμέσως τίνος δύναμι ἦταν αὐτὴ ποὺ προκάλεσε ἐκεῖνο τὸ «θαῦμα».
|ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ|
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 5

ΠΗΓΗ:Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.